τετρωκοντάλιτρος

τετρωκοντάλιτρος
τετρωκοντάλῑτρος [ᾰ], ον,
A weighing forty

λῖτραι, πέδαι Dinol.4

(τετταρακ- codd., corr. Ahrens).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετρωκοντάλιτρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος σαράντα λίτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρώκοντα, δωρ. τ. τού τεσσαράκοντα + λιτρος (< λίτρα), πρβλ. δεκά λιτρος] …   Dictionary of Greek

  • τετρωκονταλίτρους — τετρωκοντάλιτρος weighing forty masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”